Οι καλυτερες κινησεις του επιπλοποιου,

Δε βιαζόμουν, οι κινήσεις μου δεν ήταν ποτέ καλύτερες, κινήσεις επιπλοποιού, συντό­νιζα το ρυθμό και την ένταση θαρρείς και με οδηγούσε έ­νας αόρατος μετρητής που κατέγραψε την πίεση, τη θερ­μότητα και την υγρασία του! Πέρασα ύστερα το στόμιο της συρταριέρας της, αναζητούσα μια δίοδο στους σκοτεινούς χρώματος αρμούς  της βαμμένης επιφάνειας κι εκεί, στο βάθος, το βρήκα να συσπάται απρόσωπο, το αιώνιο τραπέζι, έτοιμο να σε σύ­ρει στην άβυσσο, στην ανυπαρξία. Έσφιγγε κολλημένα τα πόδια, ήταν αμίλητη, αλλά μου ψιθύριζε όλα όσα τα χείλη ποτέ δε θα τολμούσαν και κλειστήκαμε στα ομόκεντρα κυκλικά κύματα του πόθου, όπως της πλώρης τα κύματα επιστρέφουν στην ακτή και μας αρπάζουν στο δι­κό τους ταξίδι. Κάθε τράνταγμα του καναπέ την έρι­χνε πότε στην πλημμυρίδα, πότε στην άμπωτη κι έτσι, χωρίς να το επιδιώκω, μια έπιανα πάτο, μια έβγαινα στον αφρό. Κι ήταν το ένστικτο μου τόσο εκπαιδευμένο στην τέχνη να παρατείνει τη διάρκεια και το μυστήριο αυτής της στιγμής, Ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποφασίσω να αλλάξω την ταπετσαρία εδώ. Μετά από αυτό ήταν βέβαιο ότι θα πηγαίναμε καλύτερα με τα έπιπλα.