Archives April 2015

Οι καλυτερες κινησεις του επιπλοποιου,

Δε βιαζόμουν, οι κινήσεις μου δεν ήταν ποτέ καλύτερες, κινήσεις επιπλοποιού, συντό­νιζα το ρυθμό και την ένταση θαρρείς και με οδηγούσε έ­νας αόρατος μετρητής που κατέγραψε την πίεση, τη θερ­μότητα και την υγρασία του! Πέρασα ύστερα το στόμιο της συρταριέρας της, αναζητούσα μια δίοδο στους σκοτεινούς χρώματος αρμούς  της βαμμένης επιφάνειας κι εκεί, στο βάθος, το βρήκα να συσπάται απρόσωπο, το αιώνιο τραπέζι, έτοιμο να σε σύ­ρει στην άβυσσο, στην ανυπαρξία. Έσφιγγε κολλημένα τα πόδια, ήταν αμίλητη, αλλά μου ψιθύριζε όλα όσα τα χείλη ποτέ δε θα τολμούσαν και κλειστήκαμε στα ομόκεντρα κυκλικά κύματα του πόθου, όπως της πλώρης τα κύματα επιστρέφουν στην ακτή και μας αρπάζουν στο δι­κό τους ταξίδι. Κάθε τράνταγμα του καναπέ την έρι­χνε πότε στην πλημμυρίδα, πότε στην άμπωτη κι έτσι, χωρίς να το επιδιώκω, μια έπιανα πάτο, μια έβγαινα στον αφρό. Κι ήταν το ένστικτο μου τόσο εκπαιδευμένο στην τέχνη να παρατείνει τη διάρκεια και το μυστήριο αυτής της στιγμής, Ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποφασίσω να αλλάξω την ταπετσαρία εδώ. Μετά από αυτό ήταν βέβαιο ότι θα πηγαίναμε καλύτερα με τα έπιπλα.

Ενα μπουφε καρυδι και καρεκλες για καθισματα

Αυτό τους έφτια­ξα κι εγώ. Πάλι καλά, είχαμε στο εργοστάσιο ένα μπουφέ καρυδί και καρέκλες για καθίσματα. Χμ! Κι αυτά είχαν το σκοπό τους. Ας ανοίξω λοιπόν μια παρένθεση.
Πριν γίνω γνωστός στην αγορά, κατέβαινα για ψάρεμα στην Πειραϊκή. Στηνόμουν ώρες με το καλάμι για οξιές, λεύκες και καρυδιές, στα βράχια, κά­τω από την ψαροταβέρνα του Γιώργου. Πεντακόσια μέ­τρα απέναντι, στο μπουρούνι, εκεί που βρίσκεται ο γι­γάντιος πέτρινος σταυρός, μάζευε μικρά ξύλα με το πεταχτάρι ο καπετάν Μήτσος, παλιός αγωνιστής, κουρε­μένος πάντα με την ψιλή, που άνοιξε το θαλασσινό δί­αυλο επικοινωνίας των παραγωγών με την Ευρώπη, μέ­σω Μασσαλίας. Ο Ντοστογιέφσκι, που ήταν δικό του δημιούργημα, τσαγκαροπαίδι στου Ψυρρή, περνού­σε πρώτα από μένα, χάζευε τάχα την επίπλωση, σχολίαζε φωναχτά για να προσελκύσει τους περίεργους: Μαλα­κά! Πιο μαλακά! Θα σου κοπεί, λάσκα, άσ’ το να κου­ραστεί… Τράβα τώρα, τράβα… άφηνε μες στο χαβα­λέ το δικό του καλάθι κι έπαιρνε το όμοιο δικό μου κι ύστερα ξαναχάζευε στου Μήτσου,