Γιατί εμείς, που μας αποκάλεσαν «οι επιπλάδες του ’70», είχαμε αρχές. Η τραπεζαρία αντιπροσώπευε το διεγερτικό μυστήριο μιας σπάνιας σχεδιαστικής απόκλισης. Η σύνθεση τοίχου τη στιλιστική κανονικότητα, το καταχθόνιο μυστικό της πόρτας, όπου τα ανάγλυφα βουνά της σε αλέθουν σαν μυλόπετρες και περνάς από την ύπαρξη στην ανυπαρξία, από τη ζωή στο θάνατο, εκεί που επαναλαμβάνεται άπειρες φορές η κάθοδος του ξύλινου αντικειμένου στο ξυλουργείο. Ε! λοιπόν, οι καναπέδες όλου του κόσμου κρατούν το έπιπλο ως αντικείμενο όχι με δεσμούς και με δεσμά, αλλά με κάτι τόσο ισχυρό, που μπροστά του τα δικά μας παραμύθια, οι δικές μας απιστίες και προδοσίες φαντάζουν ασήμαντες και σκορπίζουν σαν ροκανίδια από οξιά και άλλα ξύλα.
Αν ζεις με μια γυναίκα λίγα θα καταλάβεις, αν ζεις με πολλές δεν προλαβαίνεις τίποτα, μόνο ανάμεσα σε δύο αρχίζεις να μπαίνεις στο νόημα, αν μάλιστα έχεις γνωρίσει την ίδια και αλλά και την άλλη, τα δύο ακρότατα όρια της σχεδιαστικής ηπείρου, τότε έχεις μάθει τα πάντα και μπορείς να προχωρήσεις τις ιδέες σου για τα έπιπλα σε άλλο επίπεδο.
στρωματα
Στη βιβλιοθήκη-γραφείο και τις καρέκλες μπορούσες να δεις και κοπέλες, αφού έρχονταν να ξεφυλλίσουν λευκώματα με πίνακες ή γλυπτά ή κτίρια οι φοιτήτριες της Αρχιτεκτονικής και της Σχολής Καλών Τεχνών. Οι άλλες σχολές δεν είχαν εκείνη την εποχή γυναίκες με έπιπλα παρά ελάχιστες. Από τότε αισθάνομαι την ίδια αυτοσυγκέντρωση και διέγερση στο διάβασμα, όταν στο περιβάλλον υπάρχει μια σιωπηλή γυναικεία παρουσία σε ένα σαλόνι.
Αυτός περνούσε και ξαναπερνούσε κι έριχνε λοξές ματιές κατασκοπεύοντας τι διαβάζω πάνω στο τραπέζι. Ύστερα έσκυψε και μου ψιθύρισε: «Πουανκαρέ, ε!… Ρε φίλε, αυτός είναι τρελός μαθηματικός, αφηρημένος έπαιρνε το πρωί μαζί του τα σεντόνια και τις πετσέτες του ξενοδοχείου!» Έτσι πιάσαμε κουβέντα. Εγώ επέμενα ότι ο Πουανκαρέ απελευθερώνει τη φαντασία, απαλλάσσει τα μαθηματικά από τη δυναστεία της Ανάλυσης της επίπλωσης, τους επαναφέρει τις νοητικές και οπτικές εικόνες, είναι ένας καλλιτέχνης, κι εκείνος απαντούσε: https://www.sanfos.gr/trapezia Α ! πα, πα! Οδηγεί τα μαθηματικά στην έρημο της αφηρημένης ονειροφαντασίας, είναι καταστροφή, τα μαθηματικά, φίλε μου, πρέπει να ξαναεπιστρέψουν στη φυσική, τους καναπέδες στα προβλήματα της πραγματικότητας.
Έπιασε το τηλεκοντρόλ και ξεκίνησε να κάνει νευρικά ζάπινγκ. Τραπέζια, καρέκλες, έπιπλα tv, καναπέδες, …κρεβάτια για πολύ σεξ, σαλόνια της απόλυτης ηδονής, …Α! Να, ένας κουστουμαρισμένος άνδρας αρπάζει μια μεθυσμένη αλλά πολύ “υγρή” γυναίκα από τα μαλλιά και τη σέρνει στο άνετο κρεβάτι και της πετάει τα μάτια…. Αποκλείεται να είναι του βωβού κινηματογράφου αυτή η αυστηρή γυναίκα, στον ερωτά της θα ‘χει ήχο και πλοκή, βογκητά, υγρούς ήχους . Απλώθηκε στους καναπέδες κι άρχισε να φαντάζεται τη βραδιά μαζί της. Άνετα, γερά σαλόνια γωνίες με τέλεια υφάσματα σε τρελά σχέδια, σαν αυτά εδώ Δε θα την άφηνε να γαντζωθεί στις ψευδαισθήσεις. Θα έπιναν το ποτό τους και θα συζητούσαν χαλαρά σαν δυο παλιοί κουρασμένοι εραστές που ξαναβρίσκονται. Δε θα ερωτοτροπούσε. Θα άφηνε να πλανιέται αβίαστα σαν υπαινιγμός μια έλξη σιωπηλή, μια λαχτάρα ανόρεχτη. Κι όταν θα είχαν αποκάμει, θα χαμήλωνε το φως και θα της έλεγε ήρεμα και απλά: «Ώρα να ξεσκιστούμε πάλι.. στο κρεβάτι, στον καναπέ, στον νεροχύτη, το πλυντήριο, το τραπέζι, παντού μέσα στο σπίτι…..»
Σηκώθηκε κι έπεσε πρόχειρα στο γιγάντιο κρεβάτι του , είναι για δίτερμα, σκέφτηκε, κι είχε πια απελπιστεί από την αδυναμία του να συγκεντρωθεί σε κείνο που τον έφερνε στο σπίτι της ακόλαστης, με τις καυτές καμπύλες γυναίκας του. Ήθελε απόψε να κάνει τον απολογισμό όλης του της ζωής και να αγοράσει σέξι έπιπλα για το σπίτι.
Δε βιαζόμουν, οι κινήσεις μου δεν ήταν ποτέ καλύτερες, κινήσεις επιπλοποιού, συντόνιζα το ρυθμό και την ένταση θαρρείς και με οδηγούσε ένας αόρατος μετρητής που κατέγραψε την πίεση, τη θερμότητα και την υγρασία του! Πέρασα ύστερα το στόμιο της συρταριέρας της, αναζητούσα μια δίοδο στους σκοτεινούς χρώματος αρμούς της βαμμένης επιφάνειας κι εκεί, στο βάθος, το βρήκα να συσπάται απρόσωπο, το αιώνιο τραπέζι, έτοιμο να σε σύρει στην άβυσσο, στην ανυπαρξία. Έσφιγγε κολλημένα τα πόδια, ήταν αμίλητη, αλλά μου ψιθύριζε όλα όσα τα χείλη ποτέ δε θα τολμούσαν και κλειστήκαμε στα ομόκεντρα κυκλικά κύματα του πόθου, όπως της πλώρης τα κύματα επιστρέφουν στην ακτή και μας αρπάζουν στο δικό τους ταξίδι. Κάθε τράνταγμα του καναπέ την έριχνε πότε στην πλημμυρίδα, πότε στην άμπωτη κι έτσι, χωρίς να το επιδιώκω, μια έπιανα πάτο, μια έβγαινα στον αφρό. Κι ήταν το ένστικτο μου τόσο εκπαιδευμένο στην τέχνη να παρατείνει τη διάρκεια και το μυστήριο αυτής της στιγμής, Ήταν η κατάλληλη στιγμή να αποφασίσω να αλλάξω την ταπετσαρία εδώ. Μετά από αυτό ήταν βέβαιο ότι θα πηγαίναμε καλύτερα με τα έπιπλα.
Αυτό τους έφτιαξα κι εγώ. Πάλι καλά, είχαμε στο εργοστάσιο ένα μπουφέ καρυδί και καρέκλες για καθίσματα. Χμ! Κι αυτά είχαν το σκοπό τους. Ας ανοίξω λοιπόν μια παρένθεση.
Πριν γίνω γνωστός στην αγορά, κατέβαινα για ψάρεμα στην Πειραϊκή. Στηνόμουν ώρες με το καλάμι για οξιές, λεύκες και καρυδιές, στα βράχια, κάτω από την ψαροταβέρνα του Γιώργου. Πεντακόσια μέτρα απέναντι, στο μπουρούνι, εκεί που βρίσκεται ο γιγάντιος πέτρινος σταυρός, μάζευε μικρά ξύλα με το πεταχτάρι ο καπετάν Μήτσος, παλιός αγωνιστής, κουρεμένος πάντα με την ψιλή, που άνοιξε το θαλασσινό δίαυλο επικοινωνίας των παραγωγών με την Ευρώπη, μέσω Μασσαλίας. Ο Ντοστογιέφσκι, που ήταν δικό του δημιούργημα, τσαγκαροπαίδι στου Ψυρρή, περνούσε πρώτα από μένα, χάζευε τάχα την επίπλωση, σχολίαζε φωναχτά για να προσελκύσει τους περίεργους: Μαλακά! Πιο μαλακά! Θα σου κοπεί, λάσκα, άσ’ το να κουραστεί… Τράβα τώρα, τράβα… άφηνε μες στο χαβαλέ το δικό του καλάθι κι έπαιρνε το όμοιο δικό μου κι ύστερα ξαναχάζευε στου Μήτσου,
Το τραπέζι που θα ήθελε κανείς να διασώσει αν όλα τα υπόλοιπα καταστρέφονταν. Είτε το μυστικό παραμείνει θαμμένο και οι επισκέπτες της βιβλιοθήκης προσπερνούν το ταπεινό έκθεμα με προσποιητό ενδιαφέρον είτε το σαλόνι γίνει το πρώτο σκαλοπάτι προς τον ουρανό και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της νέας κατοικίας, εγώ δεν μπορώ πια να το επηρεάσω. Ούτε καν να το γνωρίζω. Δε δικαιούμαι να το γνωρίζω. Έχασα.
Είχα πιστέψει ότι ήμουν ο επιπλοποιός. Αυτός που είχε οριστεί να αποκτήσει την αύρα της θείας χάρης. Γελάστηκα. Ο εκλεκτός ήταν ο άλλος. Ο άνθρωπος με τον οποίο κουβαλούσαμε σχεδόν το ίδιο κατασκευαστικό υλικό. Αυτός που πίστευε ότι η τύχη του χαμογελούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της αγωνιώδους αναζήτησης του, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτά τα «τυχαία» γεγονότα δεν ήταν παρά οι τυχαίες παρεμβάσεις.
Τι ουράνιες συνθέσεις : http://www.sanfos.gr/syntheseis ! Τον έμπλεξα σ’ αυτή την ιστορία πιστεύοντας ότι η συμμετοχή του θα ήταν το φινίρισμα στο υπέροχο αριστούργημα μου. Τώρα καταλαβαίνω ότι και οι δυο ήμασταν πιόνια στην ίδια κοσμική σκακιέρα. Μόνο που το λευκό πιόνι έφτασε στο τελευταίο τετράγωνο, ενώ το μαύρο βγαίνει από την γωνία του επίπλου.
Δεν έχω δόλιους σκοπούς. Η πρόθεση μου είναι να σε κάνω συμμέτοχο στη δόξα και στη δύναμη του επίπλου. Σου αξίζει».
«Πιστεύεις πραγματικά ότι θα μπορούσα να συμμετέχω στο σχέδιο του τραπεζιού ενός καλλιτέχνη;» Τα λόγια του με πλήγωσαν κατάφορα. Εγώ του πρόσφερα δόξα και δύναμη κι αυτός μου την έτριβε στα μούτρα. «Εξάλλου τι με διαβεβαιώνει ότι θα κρατήσεις το λόγο σου; Δέκα χρόνια σε γνωρίζω, κι όμως ήσουν όλος ένα ψέμα. Ποιος μου λέει ότι δε θα με παραμερίσεις στην άκρη όπως έκανες με τόσους ανθρώπους; Ότι δε θα μου ράψεις το στρώμα και δε θα μου βάλεις δυο μαύρα τζάμια στις επιφάνειες των τραπεζιών για να ικανοποιήσεις μια βελτιωμένη τάση υψηλής δημιουργικότητας; Πράγμα που μπορεί να έκανες και στον ίδιο σου τον καναπέ».
Δεν μπορούσα να ελέγξω την κατασκευή μου. Είχα με τη σειρά μου πέσει θύμα της δικής του σκηνοθεσίας. Πρέπει να το πω, οι ωραίοι καναπέδες πάντα ξεχωρίζουν είτε εδώ είτε στη σκακιέρα.
Εσύ έβαλες την καρεκλα να με παρακολουθεί από την αρχή και μετά να με διπλαρώσει. Δεν ξέρω με ποιο επιπλο την ανάγκασες να το κάνει, αλλά την έβαλες να κλέψει το κουτί και να εξαφανιστεί το ίδιο απρόσμενα όπως εμφανίστηκε. Εσύ έβαλες να διαρρήξουν το δωμάτιο στον πρώτο όροφο. Και, τρέμω που το σκέφτομαι, εσύ μετακίνησες τον μπουφέ του δεύτερου ορόφου…»
«Μισό λεπτό, αγαπημένε μου. Μισό λεπτό. Με αδικείς. Ο θυμός δεν είναι νουνεχής συμβουλάτορας. Έχω όλη την καλή διάθεση να απαντήσω στα ερωτηματικά που σε βασανίζουν, αρκεί να δείξεις τη δέουσα υπομονή. Μην αφήνεις την οργή σου να σε κυριεύει. Χάνεις έτσι τμήμα της εξυπνάδας σου, πράγμα που με θλίβει αφόρητα», προσπάθησα να τον ηρεμήσω, αν και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τα μάτια του τώρα πετούσαν φλόγες για τα σαλόνια sanfos
«Δεν είναι οργή. Είναι αδιαφορία. Αδιαφορώ για την ύπαρξη σου, όπως θα αδιαφορούσα για ένα σκουλήκι. Τι λέω, πιότερο κι από σκουλήκι. Γιατί άνθρωπος δεν είσαι.
Πώς ήταν δυνατόν; Και τότε, σαν να τραβήχτηκε μονομιάς το σκιερό πέπλο που έκρυβε τα επιπλα και το περιπετειώδες παρελθόν του, άρχισε να καταλαβαίνει.
Ήταν το παιδί που είχε ονειρευτεί να αποκτήσει ο Ιταλός καθηγητής. Για τη γέννηση του οποίου συνέβαλε εκείνη την εποχή, με τον εκκεντρικό τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα, ο ίδιος. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε δει ποτέ φωτογραφίες από τους γονείς ή άλλους συγγενείς του. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο ίδιος απέφευγε κάθε συζήτηση. Είχε άραγε μάθει ότι δεν ήταν ο φυσικός του πατέρας; Γνώριζε ότι ήταν γιος του; Ο καθηγητής είχε αναφέρει ότι η όμορφη Ρωμαία σύζυγος του, τον είχε εγκαταλείψει μαζί με το παιδί. Πότε όμως έγινε αυτό; Μήπως είχε έρθει στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης για να βρει τα επιπλα; Όχι, ήταν απίστευτο. Ακόμα κι έτσι να είχαν τα πράγματα, ήταν πεπεισμένος ότι δε θα ήξερε τίποτα για την ταυτότητα του πραγματικού του πατέρα.